κινναμωμινος

κινναμωμινος
    κινναμώμινος
    κιννᾰμώμινος
    3
    сделанный из корицы, коричный
    

(μύρον Polyb.; πύλαι Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κινναμωμινος" в других словарях:

  • κινναμώμινος — κινναμώμινος, ίνη, ον (Α) [κιννάμωμον] αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο* …   Dictionary of Greek

  • κινναμώμινον — κινναμώμινος prepared from masc acc sg κινναμώμινος prepared from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμωμίνου — κινναμώμινος prepared from masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμωμίνῳ — κινναμώμινος prepared from masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμώμινα — κινναμώμινος prepared from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινναμώμινοι — κινναμώμινος prepared from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»